πορφύρες — Εκρηξιγενή πετρώματα, που προέρχονται συνήθως από όξινα μάγματα, χωρίς όμως να αποκλείονται και τα μη χαλαζιακά. Βασική σημασία έχει ο ιστός τους, που είναι αφανιτικός (μικροκρυσταλλική θεμελιώδης μάζα και μικροκοκκώδης) ή πορφυροειδής… … Dictionary of Greek
μελανόζυξ — μελανόζυξ, υγος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει μαύρα έδρανα («λίμνᾳ δ ἔμβαλε πορφυροειδῆ τὰν μελανόζυγ ἄταν» οδήγησε μέσα στη λίμνη τον όλεθρο με τα μαύρα έδρανα, δηλ. πλοίο με μαύρους κωπηλάτες, Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + ζυξ (< ζεύγνυμι … Dictionary of Greek
πορφυρίτης — Εκρηξιγενές πέτρωμα, που προέρχεται κυρίως από διοριτικά μάγματα. Ως προς τον ιστό, ισχύει ό,τι και στους πορφύρες, από τους οποίους οι π. διαφέρουν βασικά κατά το ότι στους πορφύρες επικρατούν οι καλιούχοι άστριοι, ενώ στους π. τα πλαγιόκλαστα.… … Dictionary of Greek
γρανίτης — Όξινο εκρηξιγενές πέτρωμα. Τα κύρια ορυκτολογικά συστατικά του είναι οι αλκαλιούχοι άστριοι (ορθόκλαστο ή μικροκλινής συνήθως), ο χαλαζίας, με συμμετοχή μικρότερης ποσότητας μαρμαρυγία (μοσχοβίτη ή βιοτίτη ή και των δύο μαζί), αμφίβολοι… … Dictionary of Greek
γρανιτίτης — Ονομασία που χρησιμοποιούσαν παλαιότερα για μία ποικιλία γρανιτών, η οποία περιέχει μόνο έναν μαρμαρυγία, τον βιοτίτη. Γ. θεωρούσαν και τον αμφιβολιτικό γρανίτη, που εκτός από τον βιοτίτη, περιέχει και μικρή ποσότητα κεροστίλβης, καθώς και άλλες… … Dictionary of Greek
Ικαρία — I Αρχαίος δήμος της Αττικής, τον οποίο έχτισε ο επώνυμος ήρωας και βασιλιάς Ικάριος ή Ίκαρος. Η θέση όπου βρισκόταν ο δήμος αυτός αποκαλύφθηκε στις ανασκαφές που διεξήγαγε το 1888 η Αμερικανική Αρχαιολογική Σχολή. Βρίσκεται στις βόρειες πλαγιές… … Dictionary of Greek